αφομοιωτικός, -ή, -ά

αφομοιωτικός, -ή, -ά
αφομοιωτικός, -ή, -ό αυτός που αφομοιώνει ή αφομοιώνεται: Το φυσικό περιβάλλον έχει αφομοιωτική δύναμη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀφομοιωτικός — assimilative masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αφομοιωτικός — ή, ό ο σχετικός με την αφομοίωση ή ο κατάλληλος γι αυτήν …   Dictionary of Greek

  • ἀφομοιωτικά — ἀφομοιωτικός assimilative neut nom/voc/acc pl ἀφομοιωτικά̱ , ἀφομοιωτικός assimilative fem nom/voc/acc dual ἀφομοιωτικά̱ , ἀφομοιωτικός assimilative fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφομοιωτικῶν — ἀφομοιωτικός assimilative fem gen pl ἀφομοιωτικός assimilative masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφομοιωτικόν — ἀφομοιωτικός assimilative masc acc sg ἀφομοιωτικός assimilative neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφομοιωτικαῖς — ἀφομοιωτικός assimilative fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφομοιωτικοῖς — ἀφομοιωτικός assimilative masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφομοιωτικοί — ἀφομοιωτικός assimilative masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφομοιωτικούς — ἀφομοιωτικός assimilative masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφομοιωτικῆς — ἀφομοιωτικός assimilative fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”